ζητητικός

ζητητικός
-ή, -ό (AM ζητητικός, -ή, -όν) [ζητητής]
1. αυτός που έχει τάση για πνευματικές έρευνες
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ζητητικοί
οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι
3. το θηλ. η ζητητική
το φιλοσοφικό σύστημα τών ζητητικών, η Σκεπτική φιλοσοφία
αρχ.
1. (για διαλόγους) αυτός στον οποίο αναζητείται η αλήθεια («ὅ τε ὑφηγητικός, καὶ ὁ ζητητικός», Διογ. Λαέρ.)
2. (το ουδ.) τὸ ζητητικόν
η αναζήτηση τής αλήθειας («τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῡ Σωκράτους λόγοι», Αριστοτ.).
επίρρ...
ζητητικῶς (Α)
με τρόπο που αποσκοπεί στην ανεύρεση τής αλήθειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζητητικός — disposed to search masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικός — ή, ό αυτός που έχει την τάση να ερευνά την αλήθεια: Ζητητικοί φιλόσοφοι (οι σκεπτικοί) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητητικά — ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc pl ζητητικά̱ , ζητητικός disposed to search fem nom/voc/acc dual ζητητικά̱ , ζητητικός disposed to search fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικώτερον — ζητητικός disposed to search adverbial comp ζητητικός disposed to search masc acc comp sg ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικῶν — ζητητικός disposed to search fem gen pl ζητητικός disposed to search masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικόν — ζητητικός disposed to search masc acc sg ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικαί — ζητητικός disposed to search fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικοῖς — ζητητικός disposed to search masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικοί — ζητητικός disposed to search masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικοῦ — ζητητικός disposed to search masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”